Δεκατισμός, εθελοντικές συνεισφορές και Καινή Διαθήκη: Περιεχόμενα
Έμμισθο προσωπικό στην εκκλησία και συνεισφορές κατευθυνόμενες για κάλυψη μισθών αυτού του προσωπικού – τι ο Λόγος λέει και τι δεν λέει
Αυτή είναι μια ακόμη πολύ ενδιαφέρουσα ερώτηση. Αναφερόμενοι σε προσωπικό εκκλησιών εννοούμε εδώ ποιμένες, βοηθούς ποιμένες, ποιμένες νέων και εν γένει «επαγγελματίες» που είναι έμμισθοι και κατά κάποιο τρόπο υποτίθεται ότι θα πρέπει να κουβαλάνε το κύριο βάρος της διακονίας στην τοπική εκκλησία. Αυτή η ερώτηση γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα καθώς οι μισθοί αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων των περισσοτέρων συναθροίσεων. Πριν να πάμε παραπέρα, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η δομή που παρατηρούμε στην συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων εκκλησιών δεν είναι κάτι που βρίσκει κανείς στην Βίβλο. Σύμφωνα μ’ αυτή την δομή – και αναφερόμαστε εδώ κυρίως στις εκκλησίες που υποτίθεται ότι είναι βασισμένες στην Βίβλο - έχουμε τον ποιμένα που - αφανώς ή εμφανώς – είναι κάτι σαν την κεφαλή, το αφεντικό της εκκλησίας. Υπό την εξουσία του έχουμε άλλους επαγγελματίες που κάνουν την δουλειά του ποιμένα των νέων, του βοηθού ποιμένα κτλ. και που συνήθως είναι επίσης έμμισθοι απασχολούμενοι της εκκλησίας, δουλεύοντας υπό τον κυρίως ποιμένα. Ο αρχηγός ποιμένας μπορεί και αυτός να είναι υπό την εξουσία ενός «επισκόπου» που κατά κάποιο τρόπο είναι υπεύθυνος για τους κληρικούς / ποιμένες της περιοχής του. Συνεχίζοντας με την δομή της σύγχρονης εκκλησίας, έχουμε επίσης σε πολλές εκκλησίες τους «πρεσβυτέρους». Αυτοί εν αντιθέσει με τις προηγούμενες κατηγορίες δεν έχουν σαν επάγγελμα την ποίμανση των πιστών, άλλα είναι άνθρωποι που έχουν «κανονικές» δουλειές και οι οποίοι συνήθως συμμετέχουν στα διοικητικά της εκκλησίας. Τέλος έχουμε όλους τους άλλους πιστούς που μαζί με του πρεσβυτέρους αποτελούν τους «λαϊκούς». Αν και δεν ακολουθούν όλες οι εκκλησίες αυτές τις σαφείς διακρίσεις, αυτές ωστόσο υπάρχουν, έστω και αφανώς, στην συντριπτική πλειοψηφία των εκκλησιών. Πηγαίνοντας τώρα στην Καινή Διαθήκη θα δούμε ότι δεν υπάρχουν τέτοιες διακρίσεις και τέτοια δομή εκεί. Δεν βλέπει κανείς εκεί ποιμένες, βοηθούς ποιμένες, πρεσβυτέρους και επισκόπους σαν ξεχωριστές κατηγορίες ανθρώπων. Απεναντίας αυτό που βλέπει αναφορικά με την ηγεσία της τοπικής εκκλησίας είναι πρεσβυτέρους. Αυτοί αποκαλούνται επίσης ποιμένες και επίσκοποι. Μ’ άλλα λόγια, πρεσβύτεροι, ποιμένες και επίσκοποι είναι όλοι όροι που χρησιμοποιούνται στην Καινή Διαθήκη για τους ίδιους ανθρώπους. Ο ρόλος αυτών των ανθρώπων είναι να ποιμαίνουν, την τοπική εκκλησία επιβλέποντας, επί-σκοπωντας το ποίμνιο με την ιδιότητα τους ως ώριμοι αδελφοί (πρεσβύτερος σημαίνει μεγαλύτερος, πιο ώριμος στην πίστη). Υπάρχουν πλήθος από Γραφές που το κάνουν αυτό καθαρό αλλά ας δούμε μια που τα περιλαμβάνει όλα: στις Πράξεις 20:17 ο Παύλος πηγαίνοντας προς το Ιεροσόλυμα σταμάτησε στην Μίλητο και «έστειλε στην Έφεσο, προσκάλεσε τους πρεσβύτερους (πληθυντικός) της εκκλησίας». Σημειώστε εδώ ότι ο Λόγος μιλά εδώ για μια εκκλησία (και όχι πολλές εκκλησίες) στη Έφεσο, με πολλούς πρεσβυτέρους. Σημειώστε επίσης ότι ο Παύλος κάλεσε τους πρεσβυτέρους. Το κείμενο δεν λέει ότι κάλεσε τους πρεσβυτέρους και τον ποιμένα και τους βοηθούς ποιμένες και τον επίσκοπο. Όχι! Μιλάει μόνο για πρεσβυτέρους! Δεν υπήρχε δηλαδή κάποιος με τον τίτλο του «ποιμένα» και κάποιος άλλος με τον τίτλο του «βοηθού ποιμένα» κτλ. Ήταν όλοι πρεσβύτεροι. Και ήταν πολλοί. Για να δούμε τώρα τι τους είπε:
Πράξεις 20:28
«Προσέχετε, λοιπόν, στον εαυτό σας, και σε ολόκληρο το ποίμνιο, στο οποίο το Πνεύμα το Άγιο σάς έβαλε
επισκόπους, για να ποιμαίνετε την εκκλησία τού Θεού, που απέκτησε με το ίδιο του το αίμα»
Σ’ αυτό το στίχο έχουμε τα πάντα. Οι αδελφοί που προσκλήθηκαν στην συνάντηση ήταν οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας της Εφέσου. Ποιος ήταν τώρα ο ρόλος αυτών των αδελφών; Ο ρόλος τους ήταν να είναι ΕΠΙΣΚΟΠΟΙ να είναι δηλαδή «επί σκοπό», στην σκοπιά, για τους αδελφούς. Είναι η ίδια λέξη που χρησιμοποιείται στην προς Τιμόθεο Α 3:2 όπου διαβάζουμε: «Ο επίσκοπος, λοιπόν, πρέπει να είναι άμεμπτος, άνδρας μιας γυναίκας, άγρυπνος, σώφρονας, κόσμιος, φιλόξενος, διδακτικός…». Χρησιμοποιείται επίσης στην προς Τίτου 1:7 «Επειδή, ο επίσκοπος πρέπει να είναι χωρίς κατηγορία, ως οικονόμος τού Θεού.». Οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας της Εφέσου – και οι πρεσβύτεροι κάθε εκκλησίας της Καινής Διαθήκης – ήταν επίσκοποι, δηλαδή άνθρωποι που ήταν στη σκοπιά, στο παρατηρητήριο, για τους αδελφούς. Λέγοντας το ανάποδα: όταν η Καινή Διαθήκη μιλάει για επισκόπους εννοεί τους πρεσβυτέρους της τοπικής εκκλησίας και όχι κάποια ειδική «ανώτερη» κατηγορία ανθρώπων. Όπως ο Vine λέει στο λεξικό του:
«ο όρος «πρεσβύτερος» δείχνει την πνευματική ωριμότητα εκείνων για τους οποίους ο όρος χρησιμοποιείτε. Αντίστοιχα ο όρος «επίσκοπος» δείχνει τον τύπο του έργου που αυτοί επιτελούν» (Vine’s dictionary, σελ. 130-131)
Επίσκοποι και πρεσβύτεροι είναι λοιπόν το ίδιο πράγμα στην Βίβλο. Μπορεί σήμερα αυτοί να παρουσιάζονται σαν δυο διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων, μια τέτοια όμως διάκριση δεν έχει καμιά βάση στην Αγία Γραφή.
Οι Πράξεις 20:28 μας λένε όμως περισσότερα: όπως σημειώνουμε εκεί, οι πρεσβύτεροι τοποθετηθήκαν από το άγιο πνεύμα στην εκκλησία για να την ποιμάνουν, για να είναι δηλαδή ποιμένες της. Ποιμένας λοιπόν δεν είναι κατ’ ανάγκη κάποιος που αποφοίτησε από κάποια θεολογική σχολή και «ποιμαίνει» τώρα μια εκκλησία. Ούτε φυσικά χρειάζεται κάποιος θεολογική εκπαίδευση για να είναι ποιμένας. Ποιμένας αντίθετα είναι εκείνος ο οποίος οδηγεί το ποίμνιο, πηγαίνει μπροστά του. Φροντίζει επίσης τα τραυματισμένα από τα πρόβατα. Μπορούμε να βρούμε όλες τις λειτουργίες ενός ποιμένα από τον Λόγο του Θεός και ίσως στο μέλλον να έχουμε μια μελέτη πάνω σ’ αυτό ακριβώς το θέμα. Αυτό όμως που χρειάζεται να κρατήσουμε στο μυαλό μας εδώ είναι το εξής: πουθενά ο Λόγος του Θεού δεν κάνει τις διακρίσεις που έχουμε σήμερα στην συντριπτική πλειοψηφία των εκκλησιών. Δεν γνωρίζει τίποτα για ποιμένες, πρεσβυτέρους, βοηθούς ποιμένες ή επισκόπους σαν διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων. Αυτό για το οποίο ο Λόγος μιλάει είναι για πρεσβυτέρους οι οποίοι ποιμαίνουν το ποίμνιο του Θεού βρισκόμενοι επί σκοπό, επισκοπούντες δηλαδή το ποίμνιο. Αυτοί οι άνθρωποι δεν είχαν θεολογικά πτυχία. Ήταν συνηθισμένοι άνθρωποι προερχόμενοι από την ίδια την συνάθροιση. Ήταν πιστοί που είχαν ωριμάσει και ήταν έτοιμοι να ποιμάνουν και να παν στην «σκοπιά» για τους νέους πιστούς με τελικό σκοπό την οικοδόμηση και ωρίμανση τους. Δεν υπάρχει καμιά ένδειξη στην Γραφή ότι αυτοί οι άνθρωποι για να κάνουν την αποστολή τους έπρεπε να αφήσουν τις κανονικές τους δουλειές. Όμοια δεν υπάρχει καμιά ένδειξη στην Γραφή ότι οι πρεσβύτεροι λάμβαναν μισθούς από την τοπική εκκλησία για ότι έκαναν. Δεν ήταν δηλαδή αυτοί έμμισθο προσωπικό της εκκλησίας. Στην πραγματικότητα: δεν υπήρχε καμιά εκκλησία στην Καινή Διαθήκη στην οποία οι πρεσβύτεροι που ποίμαιναν επισκοπούντες το ποίμνιο να ήταν ταυτόχρονα απασχολούμενοι της εκκλησίας, λαμβάνοντας τακτικούς μισθούς από αυτή και ζώντας από την εκκλησία και όχι τις δουλειές τους. Έχουμε αποδείξεις γι’ αυτό; Ναι έχουμε! Απλά διαβάστε παρακάτω.
Μισθοί και εκκλησία: το παράδειγμα του Παύλου
Ο Παύλος και εκείνοι που ήταν μαζί του ήταν ιεραπόστολοι, εργάτες δηλαδή που πήγαιναν από πόλη σε πόλη κηρύττοντας το ευαγγέλιο και ιδρύοντας εκκλησίες. Ποτέ δεν έμειναν σε ένα μέρος μόνιμα. Ήταν πάντα σε κίνηση, κηρύττοντας το ευαγγέλιο. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, και θα το δούμε και παρακάτω, ο Κύριος έδωσε την εξής εντολή:
Προς Κορινθίους Α 9:14
«Έτσι διέταξε και ο Κύριος, αυτοί που κηρύττουν το ευαγγέλιο, να ζουν από το ευαγγέλιο.»
Αυτό το απόσπασμα δεν αναφέρεται σε πρεσβυτέρους, σε μόνιμα δηλαδή μέλη της τοπικής εκκλησίας αλλά σε αποστόλους, εργάτες δηλαδή που πήγαιναν από πόλη σε πόλη κηρύττοντας το ευαγγέλιο και ιδρύοντας εκκλησίες. Σήμερα θα τους αποκαλούσαμε ιεραποστόλους. Αυτοί οι εργάτες είχαν το δικαίωμα να ζουν πλήρως από το ευαγγέλιο. Τόσο ο Παύλος όσο και ο Βαρνάβας ήταν και οι δυο απόστολοι που κήρυτταν το ευαγγέλιο πηγαίνοντας από πόλη σε πόλη και διαδίδοντας τον Λόγο του Θεού. Όπως ο Παύλος λέει στους στίχους 3-6 του ίδιου κεφαλαίου:
«Η απολογία μου σ' εκείνους που με ανακρίνουν είναι αυτή. Μήπως δεν έχουμε εξουσία να φάμε και να πιούμε; Μήπως δεν έχουμε εξουσία να φέρνουμε μαζί μας μια αδελφή γυναίκα, όπως και οι υπόλοιποι απόστολοι, και οι αδελφοί τού Κυρίου, και ο Κηφάς; Ή, εγώ μόνος και ο Βαρνάβας δεν έχουμε εξουσία να μη εργαζόμαστε;»
Ας επαναδιατυπώσουμε την τελευταία ερώτηση ώστε να ταιριάζει με τον τρόπο που οι πρώτες δυο ερωτήσεις του αποσπάσματος έχουν διατυπωθεί: «Δεν έχουμε εγώ και ο Βαρνάβας το δικαίωμα να μην δουλεύουμε;» λέει στην ουσία ο Παύλος. Το απόσπασμα υπονοεί ότι οι απόστολοι γενικά δεν είχαν καμιά άλλη απασχόληση πέρα από το ευαγγέλιο. Όμως ο Παύλος και ο Βαρνάβας είχαν. Ο Παύλος και ο Βαρνάβας με την «μέριμνα όλων των εκκλησιών» (προς Κορινθίους Β 11:28) στις πλάτες του Παύλου, δούλευαν όπως ο καθένας για να βγάλουν το ψωμί τους. Ο Κύριος τους είχε δώσει το ειδικό δικαίωμα να μην έχουν τέτοια δουλειά αλλά να ζουν από το ευαγγέλιο. Όμως δεν έκαναν χρήση αυτού του δικαιώματος. Να τι λέει ο Παύλος.
Προς Κορινθίους Α 9:14-18
«Έτσι διέταξε και ο Κύριος, αυτοί που κηρύττουν το ευαγγέλιο, να ζουν από το ευαγγέλιο.
Όμως, εγώ δεν μεταχειρίστηκα κανένα απ' αυτά, ούτε τα έγραψα αυτά, για να γίνει σε μένα έτσι. επειδή, είναι καλό σε μένα να πεθάνω μάλλον, παρά κάποιος να ματαιώσει το καύχημά μου. Επειδή, αν κηρύττω το ευαγγέλιο, δεν είναι σε μένα καύχημα. δεδομένου ότι, αυτό μού είναι επιβεβλημένο ως ανάγκη. αλλά, αλλοίμονο είναι σε μένα αν δεν κηρύττω το ευαγγέλιο. Επειδή, αν αυτό το κάνω εκούσια, έχω μισθό. αν, όμως, ακούσια, μου έχουν εμπιστευθεί μια διαχείριση.
Ποιος, λοιπόν, είναι ο μισθός μου; Το να κάνω το ευαγγέλιο του Χριστού αδάπανο καθώς το κηρύττω, ώστε να μη κάνω κατάχρηση της εξουσίας μου στο ευαγγέλιο.»
Ο Παύλος είχε δικαίωμα να ζήσει από το ευαγγέλιο. Παρ’ όλα αυτά δεν έκανε χρήση αυτού του δικαιώματος του. Αντ’ αυτού δούλευε. Όπως οι Πράξεις 18:1-3 μας λένε:
«ΥΣΤΕΡΑ δε απ' αυτά, ο Παύλος, αναχωρώντας από την Αθήνα, ήρθε στην Κόρινθο. και βρίσκοντας κάποιον Ιουδαίο, που λεγόταν Ακύλας, γεννημένον στον Πόντο, ο οποίος πρόσφατα είχε έρθει από την Ιταλία, και τη γυναίκα του, την Πρίσκιλλα, (επειδή, ο Κλαύδιος είχε διατάξει να αναχωρήσουν όλοι οι Ιουδαίοι από τη Ρώμη), ήρθε σ' αυτούς. και δεδομένου ότι ήταν ομότεχνος, έμενε κοντά τους ΚΑΙ ΕΡΓΑΖΟΤΑΝ. επειδή, ήσαν σκηνοποιοί στην τέχνη.»
Το ευαγγέλιο δε θα πρέπει να έχει τιμή. Πρέπει να δίνεται δωρεάν και ο Παύλος έκανε βέβαιο ότι αυτό γίνονταν. Αλλά υπάρχει και ένας άλλος λόγος που αυτός διάλεξε τον δρόμο της εργασίας. Στην προς Θεσσαλονικείς Β 3:6-10 διαβάζουμε σχετικά:
«Σας παραγγέλλουμε μάλιστα, αδελφοί, στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, να απομακρύνεστε από κάθε έναν αδελφό, που περπατάει άτακτα, και όχι σύμφωνα με την παράδοση που παρέλαβε από μας. Επειδή, ξέρετε πώς πρέπει να μας μιμείστε. δεδομένου ότι, δεν φερθήκαμε άτακτα μεταξύ σας, ούτε φάγαμε δωρεάν ψωμί από κάποιον, αλλά με κόπο και μόχθο, εργαζόμενοι νύχτα και ημέρα, για να μη επιβαρύνουμε κανέναν από σας. Όχι ότι δεν έχουμε εξουσία, ΑΛΛΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ΔΩΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΣΤΟ ΝΑ ΜΑΣ ΜΙΜΕΙΣΤΕ. Επειδή, και όταν ήμασταν κοντά σας, αυτό σας παραγγέλλαμε, ότι, αν κάποιος δεν θέλει να εργάζεται, δεν πρέπει ούτε και να τρώει.»
Ο Παύλος και οι συν’ αυτώ είχαν δικαίωμα να τρώνε «δωρεάν ψωμί από κάποιον». Είχαν εξουσία γι’ αυτό σαν ιεραπόστολοι και όχι σαν πρεσβύτεροι κάποιας τοπικής εκκλησίας. Ωστόσο δεν χρησιμοποιούσαν αυτό τους το δικαίωμα. Αντ’ αυτού εργάζονταν νύχτα και μέρα όπως λέει το κείμενο. Γιατί όμως; Για να δώσουν τον εαυτό τους ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΜΙΜΙΣΗ στους αδελφούς. Η λέξη «υπόδειγμα», «παράδειγμα» είναι η λέξη κλειδί. Ποιο ήταν το παράδειγμα που αυτοί έδιναν στους αδελφούς; Ότι θα πρέπει να εργάζονται και αν κάποιος δεν θέλει να εργάζεται δεν θα πρέπει να τρώει κιόλας. Τι σημαίνει τώρα αυτό για της εκκλησίες της Καινής Διαθήκης, τις εκκλησίες που ο Παύλος και οι συνεργάτες του ιδρύσαν; Αν ο Παύλος και οι συνεργάτες του δούλευαν όπου πήγαιναν και το έκαναν αυτό σαν υπόδειγμα, σαν παράδειγμα για τους άλλους πιστούς, πιστεύει κανείς πραγματικά ότι υπήρχε σ’ αυτές τις εκκλησίες κάποιος πρεσβύτερος που δεν είχε κανονική απασχόληση αλλά ζούσε σαν έμμισθος από την εκκλησία; Δεν το νομίζω. Επιπρόσθετα, αν και οι ιεραπόστολοι έχουν το δικαίωμα να ζουν από το ευαγγέλιο και να μην έχουν άλλη απασχόληση, τέτοιο δικαίωμα δεν υπάρχει για τους πρεσβυτέρους που ποιμαίνουν και επισκοπούν την τοπική εκκλησία.
Οι αναφορές όμως του Λόγου του Θεού στο παράδειγμα του Παύλου δεν σταματούν εδώ. Η προς Θεσσαλονικείς Α 2:9 μας λέει:
«Επειδή, θυμάστε, αδελφοί, τον κόπο μας και τον μόχθο. δεδομένου ότι, νύχτα και ημέρα εργαζόμενοι, για να μη επιβαρύνουμε κάποιον από σας, σας κηρύξαμε το ευαγγέλιο του Θεού.»
Δούλευαν νύκτα και μέρα για να μην είναι βάρος σε κανένα πιστό. Η διακονία δεν ήταν έμμισθη απασχόληση γι’ αυτούς. Δεν ήταν κάτι από το οποίο κέρδιζαν τα προς το ζην τους. Η πραγματοποίηση του θελήματος του Θεού ήταν όλη τους η ζωή αλλά δεν χρησιμοποιούσαν το κάλεσμα του Θεού για να κερδίσουν τα προς το ζην. Για να ζήσουν δούλευαν, όπως οποιοσδήποτε άλλος, δίνοντας έτσι ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ σε όλους τους αδελφούς για το τι πρέπει και αυτοί να κάνουν.
Οι Πράξεις 20:33-35 είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό απόσπασμα. Είναι μέρος της ίδιας ομιλίας που είδαμε τον Παύλο να δίνει στους πρεσβυτέρους (ή αλλιώς ποιμένες, επισκόπους) της εκκλησίας της Εφέσου. Ας δούμε τι τους λέει:
«Ασήμι ή χρυσάφι ή ιμάτιο δεν επιθύμησα από κανέναν. Κι εσείς οι ίδιοι ξέρετε ότι στις ανάγκες μου και σ' εκείνους που ήσαν μαζί μου υπηρέτησαν αυτά τα χέρια. Σε όλα υπέδειξα σε σας ότι, κοπιάζοντας κατ' αυτό τον τρόπο, πρέπει να βοηθάτε τούς ασθενείς, και να θυμάστε τα λόγια τού Κυρίου Ιησού, ότι αυτός είπε: Μακάριο είναι το να δίνει κάποιος, μάλλον, παρά να παίρνει.»
Και πάλι ο Παύλος παρουσιάζει τον εαυτό του σαν παράδειγμα στους αδελφούς. Ξέρετε, τους λέει, ότι στις ανάγκες μου τις κάλυψα με τα χέρια μου, την δουλειά μου. Είναι καθαρό από αυτήν την αναφορά ότι όταν ήταν στην Έφεσο δούλευε για να υποστηρίξει τον εαυτό του και τους άλλους. Αλλά αυτό δεν είναι το μόνο. Δείτε τι τους λέει: «Σε όλα υπέδειξα σε σας ότι, ΚΟΠΙΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΤ' ΑΥΤΟ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ, ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΟΗΘΑΤΕ ΤΟΥΣ ΑΣΘΕΝΕΙΣ». Ο Παύλος μιλάει στους πρεσβυτέρους (επισκόπους, ποιμένες) της εκκλησίας της Εφέσου. Μιλάει στην ηγεσία της τοπικής εκκλησίας. Και τι τους λέει; Τους λέει: «κοιτάξτε πως εγώ περπάτησα ανάμεσα σας. Δούλεψα σκληρά για να καλύψω τις ανάγκες μου. ΚΑΝΤΕ ΚΑΙ ΣΕΙΣ ΤΟ ΙΔΙΟ.» Έτσι ώστε «κοπιάζοντας κατ' αυτό τον τρόπο, να βοηθάτε τούς ασθενείς, και να θυμάστε τα λόγια τού Κυρίου Ιησού, ότι αυτός είπε: Μακάριο είναι το να δίνει κάποιος, μάλλον, παρά να παίρνει.» Η ηγεσία της τοπικής εκκλησίας όφειλε λοιπόν να ακολουθήσει το παράδειγμα του Παύλου και να εργάζονται για την κάλυψη των αναγκών τους και για την βοήθεια των ασθενών. Δεν μπορούσαν να γίνουν αποδέκτες μισθών από την συνάθροιση. Ο Παύλος, το παράδειγμα τους, δεν λάμβανε τέτοιο μισθό! Πως αυτοί θα μπορούσαν να το κάνουν; Αντίθετα θα συνέχιζαν να δουλεύουν και να είναι βοήθεια και υποστήριξη στους ασθενείς, δότες παρά αποδέκτες βοήθειας.
Σχολιάζοντας τον Παύλο και το παράδειγμα του, να τι μερικοί γνωστοί ερευνητές της Βίβλου λένε:
F.F. Bruce – (The New International Commentary of the New Testament, Acts, Grand Rapids, Wm. B. Eerdmans, 1986, p.418)
«Επιστρέφοντας και πάλι ο Παύλος στο παράδειγμα του εαυτού του, τους υπενθυμίζει ότι εκείνοι οι οποίο φροντίζουν τους ανθρώπους του Θεού θα πρέπει να το κάνουν χωρίς καμιά σκέψη υλικών αμοιβών από την συνάθροιση. Όπως ο Σαμουήλ κάλεσε όλο το Ισραήλ να δώσει μαρτυρία όταν έφτασε η ώρα να αφήσει το λειτούργημα του ως κριτή (Σαμουήλ Α 12:3), έτσι και ο Παύλος καλεί τους πρεσβυτέρους της εκκλησίας της Εφέσου να δώσουν μαρτυρία ότι όσο ήταν μαζί τους ποτέ δεν επιθύμησε κάτι που δεν ήταν δικό του. Μάλιστα δεν έκανε χρήση ούτε του δικαιώματος του να συντηρείτε από εκείνους την πνευματική ευημερία των οποίων φρόντιζε, αλλά έβγαζε το ψωμί του – και εκείνο των συνεργατών του – με την εργασία του: «αυτά τα χέρια», τους είπε (προτάσσοντας χωρίς αμφιβολία τα χέρια του) «με υπηρέτησαν στις ανάγκες μου και σ’ εκείνους που ήταν μαζί μου» (στίχος 34). Ομοίως και εκείνοι στους οποίους μιλούσε θα έπρεπε να δουλεύουν όμοια και να υποστηρίζουν όχι μόνο τους εαυτούς τους αλλά και άλλους – τους ασθενείς ιδιαίτερα.»
Simon Kistemaker (professor of New Testament at Reformed Theological Seminary) - (New Testament Commentary: Acts [Grand Rapids: Baker Book House, 1990] pp. 737,740)
“Στις επιστολές του ο Παύλος αποκαλύπτει ότι δούλευε μέρα και νύχτα με τα ίδια του τα χέρια για να υποστηρίξει τον εαυτό του ώστε κανείς να μην μπορεί να τον κατηγορήσει ότι εξαρτιόνταν από τους ακροατές του Ευαγγελίου για τις υλικές του ανάγκες (συγκρίνετε με Σαμουήλ Α 12:3). Αρνούνταν να είναι βάρος στις εκκλησίες που ίδρυσε και αντ’ αυτού κάλυπτε τις ανάγκες του με την δουλειά του. Ο Παύλος έλαβε δώρα από τους πιστούς των Φιλίππων, όπως ο ίδιος μας λέει (προς Φιλιππησίους 2:25, 4:16-18), όμως δεν απαίτησε ποτέ αυτά τα δώρα… Οι πρεσβύτεροι της εκκλησίας της Εφέσου είχαν παρατηρήσει την διακονία του Παύλου και την εργασία του στα τρία χρόνια που ήταν μαζί τους. Ήταν σε θέση να μαρτυρήσουν ότι ποτέ δεν είχε εκμεταλλευτεί κανένα (προς Κορινθίους Β 7:2) αλλά πάντα αποτελούσε παράδειγμα επιμέλειας και αυτάρκειας. Ήταν υπόδειγμα για τους πιστούς και δίδασκε τον κανόνα: «Αν δεν θέλεις να δουλεύεις μην τρως κιόλας» (Προς Θεσσαλονικείς Β 3:10). Φαίνεται μάλιστα ότι ο Παύλος με την δουλειά του μπορούσε να βγάλει αρκετά για να υποστηρίζει όχι μόνο τον εαυτό του αλλά και τους συνεργάτες του… σας δίδαξα με κάθε τρόπο, λέει ο Παύλος στους πρεσβυτέρους της Εφέσου, να δουλεύεται σκληρά και μ’ αυτά που βγάζετε να υποστηρίζεται τους αδύναμους…. Τους ενθαρρύνει λοιπόν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του και να δουλεύουν σκληρά.”
Roland Allen, author of the classic work, Missionary Methods: St. Paul's or Ours? (Grand Rapids: Wm.B. Eerdmans, 1962),
«Όταν έγραψα αυτό το βιβλίο δεν είχα παρατηρήσει ότι απευθυνόμενος στους πρεσβυτέρους της Εφέσου ο Παύλος καθαρά τους λέει να ακολουθήσουν το παράδειγμα του και να υποστηρίζουν τους εαυτούς τους (Πράξεις 20:34-35). Το δικαίωμα προς υποστήριξη από τους πιστούς πάντα αναφέρονταν σε περιπλανώμενους από περιοχή σε περιοχή ιεραπόστολους και προφήτες και όχι σε τοπικούς κληρικούς (δες κατά Ματθαίο 10:10, κατά Λουκά 10:7, Κορινθίους Α 9:1-14) με την αμφίβολη εξαίρεση της προς Γαλάτες 6:6 και προς Τιμόθεο Α 5:14-17. Ακόμα όμως και σ’ αυτά τα αποσπάσματα και ακόμα και αν υποθέσουμε ότι αυτά περιλάμβαναν και δώρα σε χρήμα, σε καμιά περίπτωση δεν σχετίζονται αυτά με τακτικούς σταθερούς μισθούς οι οποίοι θεωρούνταν βδέλυγμα, από τους πρώτους Χριστιανούς (σελ. 50) »
Carl B. Hoch, Jr., professor of New Testament at Grand Rapids Baptist Seminary (All Things New [Grand Rapids: Baker Book House, 1995] p.240).
«Την εποχή της Καινής Διαθήκης, οι ηγέτες (της τοπικής εκκλησίας) δεν πληρώνονταν. Δώρα ναι δίνονταν, αλλά με την μορφή δώρου και όχι σαν εισόδημα ή μισθός. Ηγέτες όπως ο Παύλος είχαν δικαίωμα να λάβουν χρήματα, αλλά ο Παύλος διάλεξε να μην πάρει τίποτα από τους Κορινθίους (προς Κορινθίους Α 9:8-12). Ήθελε να υπηρετεί χωρίς να εξαρτάται από κανέναν για οικονομική βοήθεια. Οι εκκλησίες είχαν ευθύνη να «αμείβουν το βόδι» (προς Τιμόθεο Α 5:17) και να μοιράζονται μ’ εκείνους που τους δίδασκαν (προς Γαλάτες 6:6). Όμως το χρήμα δεν μπορούσε ποτέ να θεωρείτε σαν κίνητρο ή όρος για την διακονία (Πέτρου Α 5:2). Δυστυχώς σήμερα οι εκκλησίες δεν καλούν κάποιον σε διακονία μέχρι να μπορούν να τον υποστηρίξουν οικονομικά, και μερικοί ποιμένες δεν αξιολογούν με σοβαρότητα οποιαδήποτε πρόταση αν «τα λεφτά δεν είναι καλά».
Watchman Nee - The Normal Christian Church Life (Anaheim, CA: Living Stream Ministry, 1980)
«Δεν είναι αναγκαίο οι πρεσβύτεροι να αφήσουν την κανονική τους απασχόληση και να αφιερωθούν αποκλειστικά στα καθήκοντα τους στην εκκλησία. Είναι απλοί άνθρωποι που ακολουθούν τις κανονικές τους ασχολίες και ταυτόχρονα έχουν αναλάβει και ευθύνες στην εκκλησία. Αν οι ευθύνες αυξηθούν, θα μπορούσαν να αφιερωθούν πλήρως στο έργο. Ωστόσο το χαρακτηριστικό ενός πρεσβυτέρου δεν είναι ότι είναι «εργάτης πλήρης απασχόλησης στο έργο». Αντίθετα είναι ότι απλά, σαν αδελφός της τοπικής εκκλησίας, έχει ευθύνες στην εκκλησία (σελ. 62-63)»
Για μένα προσωπικά, και με βάση τα όσα είδαμε, είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι δεν υπήρχε ούτε μια εκκλησία στην Καινή Διαθήκη με έμμισθο προσωπικό. Τι αντίθεση αλήθεια με σήμερα. Οι μισθοί σήμερα καταλαμβάνουν τουλάχιστον το 50-60% των δαπανών μια εκκλησίας με ένα επιπρόσθετο 20-30% να πηγαίνει σε δαπάνες που σχετίζονται με το κτήριο. Άλλος ένας λογαριασμός που η εκκλησία της Καινής Διαθήκης δεν είχε. Είναι λυπηρό, είναι όμως αλήθεια, ότι 80-90 % των δαπανών μια εκκλησίας της εποχής μας πηγαίνει σε πράγματα που η εκκλησία του πρώτου αιώνα δεν είχε!